Είναι γνωστό ότι το Λύκειον των Ελληνίδων  υπήρξε πρωτοπόρος στη διάσωση και την ανάδειξη της λαϊκής  παράδοσης στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων και   πέρα από την καταγραφή  των  χορών και των  τραγουδιών, των ηθών και των εθίμων, ασχολήθηκε συστηματικά με τη συλλογή και τη μελέτη των εθνικών ενδυμασιών, την πολυσήμαντη ιδεολογική αξία της οποίας, ο λυκειακός θεσμός υπηρετεί  σε όλη του τη διαδρομή.

Το Λ.Ε.Β. κατέχει σήμερα μια ιδιαίτερα αξιόλογη  συλλογή με σπάνια και αυθεντικά, κατά το πλείστον, ενδύματα εθνικών ενδυμασιών από την περιοχή μας αλλά και απ’ όλα σχεδόν τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας. Η ιστορία της είναι πολύ παλιά. Από το διατηρούμενο αρχείο των πρακτικών του σωματείου μας και από το βιβλίο «Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου, στιγμές και πρόσωπα» (2012, Μ. Σπανού), προκύπτει ότι  η πρώτη ομάδα κυριών, που αφοσιώθηκαν στους στόχους της Κ. Παρρέν, ξεκίνησαν τις δραστηριότητές τους με την εκπαίδευση  οικοτεχνίας,  εργαστήρια κοπτικής-ραπτικής και κεντητικής, για απροστάτευτες κοπέλες. Με την πρώτη τους ραπτομηχανή έφτιαξαν ομοιόμορφες φορεσιές για τις κοπέλες των εργαστηρίων, το 1921. Η  πρώτη αυτή συλλογή  υπήρξε ουσιαστικά ο προπομπός της, μετά σχεδόν από 40 χρόνια,  ίδρυσης της Ιματιοθήκης Εθνικών Ενδυμασιών.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καταγράφεται η πρώτη προσπάθεια του Λ.Ε.Β. «όπως συστηθή εις αυτό ιματιοθήκη εις την οποίαν να υπάρχουν όλαι αι ελληνικαί ενδυμασίαι, όπως οι τοπικαί μας, Πηλιορείτικη, της Καραγκούνας, των αγαπημένων μας νησιών, του Τσολιά της ηρωικής μας Μακεδονίας». Βεβαίως δεν υπήρχαν χρήματα για τέτοιες προμήθειες και προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν ανθρώπους που διέθεταν στο προσωπικό τους αρχείο παλιές ενδυμασίες και επιθυμούσαν να τις δωρίσουν. Στρέφονται όμως και στις τοπικές αρχές, με στόχο να  γνωστοποιηθεί ευρύτερα η  πρόθεσή τους αυτή και να υπάρξει αποτέλεσμα.

Αργότερα, το 1954,  διοργανώνεται φιλολογικό τσάι με θέμα «Η ιστορία της ενδυμασίας». Με τα έσοδά του αγοράστηκαν οι πρώτες τρικεριώτικες αυθεντικές φορεσιές. Από τότε, χρειάστηκαν μεγάλες προσπάθειες  των εκάστοτε διοικήσεων του Λυκείου  για να ευδοκιμήσει αυτός ο στόχος. Το 1955,  μέλη του συμβουλίου, όπως οι αείμνηστες Μαρίκα Κυργέργου και Χαρίκλεια Χρυσοχοΐδου ράβουν πηλιορείτικες φορεσιές στα πρότυπα των παλαιών. Κεντούν επίσης ωραιότατα φέσια, αντάξια των αυθεντικών. Ήδη, τότε το Λ.Ε.Β. διατηρούσε μια μικρή  συλλογή ενδυμασιών,  τις οποίες προσπαθεί «να πλουτίζη όσο το δυνατόν και τας οποίας χρησιμοποιή εις επικαίρους στιγμάς». Το 1956 μια  μικρή ομάδα με πηλιορείτικες φορεσιές έκαναν την εμφάνισή τους στην εκδήλωση της Λέσχης των Θεσσαλών στην Αθήνα[1]. Η δημιουργία του τμήματος Ιματιοθήκης είχε ως αποτέλεσμα και τη δημιουργία του  πρώτου γυναικείου χορευτικού μας τμήματος, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση στο Αρχαίο Θέατρο Δημητριάδος, το 1965, συνεπικουρούμενη από αντίστοιχη ομάδα του Λυκείου των Ελληνίδων (Αθηνών).

Μεγάλος  ήταν τότε ο ενθουσιασμός της βολιώτικης κοινωνίας. Ραγδαία και η εξέλιξη των ομάδων, καθώς το 1968 δημιουργήθηκε και ανδρική ομάδα. Ακολούθησε η παιδική χορευτική ομάδα, το 1970, με τις  πρώτες φορεσιές της, έργα των αργαλειών του αντίστοιχου τμήματος υφαντικής του Λ.Ε.Β. Οι ανάγκες των χορευτικών ομάδων αυξάνονταν συνεχώς,  καθώς έπρεπε,  κάθε χορός που παρουσιαζόταν από μια περιοχή να υπάρχει και η αντίστοιχη φορεσιά. Αρχίζει τότε εναγωνίως η αναζήτηση. Την προσπάθεια   του Λυκείου ενίσχυσε τότε η  απλόχερη  βοήθεια των βολιώτικων βιομηχανιών,  με σκοπό την αγορά ενδυμασιών.  Πηγή των φορεσιών αποτελούσαν συχνά τα παζάρια της Θεσσαλίας, τα χωριά του κάμπου και του Πηλίου.  Έτσι, αποκτήθηκαν οι πρώτες σαρακατσάνικες και καραγκούνικες φορεσιές με τη βοήθεια της αείμνηστης Μαίρης Θεολόγη. Το 1966,  η Ιματιοθήκη εμπλουτίζεται  με  δυο πλήρεις νυφικές στολές Σκοπέλου και  δυο Σαρακατσάνας. Εντοπίζουν όμως και άλλες αυθεντικές Σκοπέλου, την απόκτηση των οποίων αφήνουν στην ευχέρεια του  συντοπίτη μας πολιτικού Τζων Γκλαβάνη: «Ο λαϊκός μας πλούτος ο οποίος τόσον θαυμάζεται τελευταίως εις τους χορούς και τας μεγαλοπρεπείς και αρχοντικάς ελληνικάς στολάς υπήρξε ο σκοπός της συστάσεως  του Λυκείου των Ελληνίδων.  Το παράρτημα Βόλου συνεχώς κινούμενον προς αυτήν την κατεύθυνσιν της περισυλλογής και διατηρήσεως της εθνικής μας παραδόσεως  δημιούργησε ιματιοθήκην από γνησίας και ωραιοτάτας ενδυμασίας διαφόρων περιοχών της Θεσσαλίας οι οποίαι συχνά επιδεικνύονται εις τας διαφόρους σχετικάς εκδηλώσεις και αποτελούν δια την ωραιότητάν των κόσμημα  και υπερηφάνειαν του ιδρύματος. Επιδιώκοντες σήμερα την ενίσχυσιν της ιματιοθήκης με οκτώ  λαϊκάς στολάς της νήσου Σκοπέλου αφαντάστου μεγαλοπρεπείας  και αι οποίαι θεωρούνται σπανιώταται καθ’ όσον δεν κατασκευάζονται πλέον και τείνουν  να εξαφανισθούν, παρακαλούμεν  υμάς θερμώς όπως τύχωμεν οικ. ενισχύσεως 40.000 δρχ. προς τον σκοπόν τούτον, καθ’ όοσν το ΛΕΒ στερείται οικ. πόρων»[2].

Το νεοσύστατο επίσης ανδρικό τμήμα χορού αποκτά  τις πρώτες του πηλιορείτικες βράκες,  που είτε αγοράστηκαν,  είτε δωρίθηκαν από βρακάδες, κυρίως, της Μακρινίτσας. Τότε,  για πρώτη φορά στην Ιματιοθήκη άρχισαν να κατασκευάζονται και πιστά αντίγραφα.

Σταδιακά  η Ιματιοθήκη μας διευρύνθηκε από  τσολιάδες, νησιώτικες (ανδρικές και γυναικείες), Θεσσαλίας, Ρόδου, Κέρκυρας, Ζακύνθου, Σκιάθου, Κύμης Ευβοίας, Αλμυρού, Θράκης, Μακεδονίας, Ηπείρου, Ορεινής Σερρών, Καππαδοκίας, Πόντου, Μ. Ασίας και άλλων πολλών περιοχών. Όλος αυτός ο πλούτος της λαϊκής μας παράδοσης ταξινομείται στην Ιματιοθήκη μας, η  οποία στεγάζεται σε μισθωμένο διαμέρισμα 210 μ2.  Οι φορεσιές μετά από κάθε χρήση, ελέγχονται,  συντηρούνται και με προσοχή στοιβάζονται ξανά στη θέση τους,  έτοιμες να χρησιμοποιηθούν και πάλι.

Οι ενδυμασίες της συλλογής μας εντυπωσιάζουν για την  πρωτοτυπία και την ποικιλομορφία τους. Διαφορετικά πολιτιστικά στοιχεία ενώνονται και δημιουργούν ένα πολύχρωμο υφάδι από επιρροές και αλληλεπιδράσεις, οι οποίες συγχωνεύονται στην κατά τόπους κουλτούρα. Η ποικιλομορφία της φορεσιάς μιας συγκεκριμένης περιοχής εκφράζει ότι η  κατασκευή των ενδυμάτων ήταν στενά συνδεδεμένη με τη γεωγραφική ιδιαιτερότητα και  τις κλιματικές συνθήκες (ορεινές, πεδινές, νησιωτικές, αστικές, χωρικές), τη χρήση και την πρακτικότητα (καθημερινή, γιορτινή, κοριτσίστικη, νυφική, νιόπαντρη, πρωτότοκη, γεροντική),  την παραγωγή και  την οικονομία (διαθέσιμα τοπικά υλικά, εμπόριο), το επάγγελμα, την κοινωνική ιεράρχηση και την πολιτιστική επίδραση. Έναντι της ανδρικής φορεσιάς, εκείνη που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ποικιλία και ενδιαφέρον είναι η γυναικεία φορεσιά. Ξεχωρίζει για την ποικιλία των υφασμάτων, τους συνδυασμούς των χρωμάτων, τις γούνες, τα κεντήματα με σχέδια εμπνευσμένα από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο και τα  κοσμήματα – αναπόσπαστο μέρος  της φορεσιάς. Είναι κατάφορτες με αργυρά και άλλα κοσμήματα, σε περί­πλοκους συνδυασμούς, κοσμήματα που στολίζουν το κορμί και το κεφάλι. Πολύ­πλοκα είναι επίσης τα κεφαλοκαλύμματα και τα κεφαλοδέματα, κυρίως τα νυφικά, που διευθετούνται με ξεχωριστή πάντα φροντίδα. Όσο για τα κεντήματα,  που στολίζουν κυρίως τα πουκάμισα, αυτά είναι ένα διαρκές τραγούδι, που από γενιά σε γενιά υμνεί τη φύση και τη χαρά της ζωής. Με χιλιάδες βελονιές. Τα χρώματα, τα σχέδια, τα στολίδια, οι δαντέλες, οι μπιμπίλες στις ποδιές, τα φέσια, όλα τους  είναι ιστορία και μαζί και καθρέπτης του λαϊκού μας πολιτισμού.

Από την πρώτη χορευτική ομάδα του 1965, γενιές ολόκληρες από νέες και νέους φόρεσαν τις φορεσιές της Ιματιοθήκης μας, χάρηκαν και τραγούδησαν μαζί τους. Έγιναν πρεσβευτές  του πολιτισμού μας σε άπειρα μέρη της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού.

Η Ιματιοθήκη μας στην εβδομηντάχρονη και πλέον διαδρομή της εμπλουτίστηκε  με περισσότερες από 40 είδη φορεσιών από ολόκληρη την Ελλάδα.  Επίσης, δημιουργήθηκε πολύ αξιόλογο τμήμα παιδικής Ιματιοθήκης, που διαθέτει πάνω από 400 φορεσιές.

Οι ενισχύσεις και δωρεές συνεχίζονται από πλευράς ιδιωτών, που βλέπουν τα κειμήλιά τους δια μέσου του Λυκείου να αξιοποιούνται και να προβάλλονται.

[1]
[1] Ευχαριστήρια  επιστολή της Λέσχης των Θεσσαλών για τα Πηλιορείτικα κοστούμια που το ΛΕΒ εμφάνισε στην χοροεσπερίδα ,  Αθήνα, 13.4.1956,  Φ. Εισερχομένων 1956. Αρχείο Λ.Ε.Β.

[2]
[2] Επιστολή προέδρου του Λ.Ε.Β. Ειρ. Μπρισίμη προς τον Υπουργό Βιομηχανίας, Βόλος 22.6.1966 (βλ. σχετ.. Φ. Εξερχομένων 1966. Αρχείο Λ.Ε.Β.